-
1 λέχριος
λέχριος, eigtl. hingelehnt, in die Quere, schräg, von der Seite, wie Soph. O. C. 196 sagt λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λᾶος βραχὺς ὀκλάσας, auf den Stein zur Seite setze dich; übertr., πάντα γὰρ λέχρια τἂν χεροῖν, Ant. 1325, wo der Schol. πλάγια καὶ πεπτωκότα erkl., Alles liegt darnieder; λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα, Eur. Med. 1168, vgl. Hec. 1025; sp. D., τυτϑὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει Callim. Del. 236; διαδὺς λέχριος ἐν ϑαλάμῳ Agath. 8 (V, 294); einzeln auch in Prosa, τιϑεῖσαι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Xen. Cyn. 4, 3; Sp.
См. также в других словарях:
λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… … Dictionary of Greek